- ενθουσιαστικός
- -ή, -ό (AM ἐνθουσιαστικός, -ή, -όν)αυτός που προκαλεί ή εμπνέει ενθουσιασμό («τὰ μὲν ἠθικά, τὰ δὲ πρακτικὰ τὰ δ' ἐνθουσιαστικὰ τιθέντες», Αριστοτ.)αρχ.1. αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση εμπνεύσεως ή ενθουσιασμού, εμπνευσμένος («ἐνθουσιαστική ἔκστασις», Ιάμβλ.)2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐνθουσιαστικόνενθουσιασμός.επίρρ...ενθουσιαστικώς, -άμε ενθουσιασμό, με τρόπο που εμπνέει ενθουσιασμό.
Dictionary of Greek. 2013.